δρόγη

δρόγη
Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται πολυάριθμες φυσικές ή τεχνητές ουσίες, με χαρακτηριστική φυσιολογική ή φαρμακολογική δράση και με διαφορετικά μεταξύ τους γνωρίσματα και χρήσεις. Ο όρος αυτός, που είναι πολύ παλαιάς προέλευσης (προέρχεται ίσως από την ολλανδική λέξη drog ή την αγγλική dry = στεγνό, ξηρό), χρησιμοποιείται σήμερα με διάφορες σημασίες, που αντιστοιχούν στη διαίρεση σε διάφορες ομάδες των ουσιών που θεωρούνταν από παλιά δ. και εκείνων που ανακαλύφθηκαν αργότερα. Ο όρος δ. αναφέρεται στα μπαχαρικά, στα ναρκωτικά, στα φυτικά εκχυλίσματα καθώς και σε ορισμένες συνθετικές ουσίες. Οι τελευταίες, που δεν υπάρχουν στη φύση και ανακαλύφθηκαν χάρη σε φαρμακολογικές έρευνες, αποτελούν κυρίως διεγερτικά και ψυχοφάρμακα. Η λέξη προσέλαβε διάφορα νοήματα ανάλογα με τη χρήση της. Αρχικά, η διάθεση και η χρήση των μπαχαρικών της Ανατολής, που οι Ολλανδοί έφεραν στην Ευρώπη τον 16o αι., έδωσε στη λέξη την αόριστη έννοια του σπάνιου αρωματικού καρυκεύματος για τα πιο εκλεπτυσμένα φαγητά, που ήταν περιζήτητο στα τραπέζια των αυλών ή των πλούσιων εμπόρων της Αναγέννησης, σε σημείο που σε πολλές αφηγήσεις και διηγήματα της εποχής το παράγωγο ρήμα από τη λέξη δ. σήμαινε απλώς αρωματίζω, καρυκεύω με μπαχαρικά (όπως πιπέρι, κανέλα, μοσχοκάρυδο κλπ.). Αργότερα, η χρησιμοποίηση ορισμένων μπαχαρικών από τη φαρμακοποιία (τα οποία εξάγονταν από άνθη της παπαρούνας ή από ειδικά αποξηραμένα βότανα που χρησιμοποιούσαν ήδη οι λαοί της Μαλαισίας ή της Πολυνησίας για θεραπευτικούς σκοπούς ή σε τελετές μύησης) μετατόπισε τη σημασία της δ. στο πεδίο της ιατρικής. Τέλος, τον 19ο αι., με τη χρησιμοποίηση και την κατάχρηση φυσικών ναρκωτικών (όπως το όπιο, το χασίς και τα παράγωγά τους) και φαρμακευτικών (όπως η μορφίνη), που ήταν διαδεδομένα τόσο στην Ασία –όπου οι Άγγλοι επέβαλαν ένα εμπόριο οπίου– όσο και στην Ευρώπη, όπου τα ναρκωτικά έγιναν συνήθεια των εκκεντρικών μποέμ καλλιτεχνών, η δ. αναγνωρίστηκε ως το υπέροχο δηλητήριο που εξάπτει τη φαντασία και ζαλίζει, ναρκώνει και διαφθείρει τον ψυχικό κόσμο. Η διαδικασία της διεγερτικής επίδρασης της δ. στα νευρικά κέντρα αρχίζει από μια φάση φαινομενικής φυσιολογικής αρμονίας, την κιναισθησία, και καταλήγει στις επόμενες φάσεις της σκοτοδίνης και του παραληρήματος. Μια ψυχολογική μαρτυρία της κατάπτωσης αυτής υπάρχει στο αφήγημα του Τόμας ντε Κουίνσι Εξομολογήσεις ενός Άγγλου οπιομανούς, σε ορισμένες νουβέλες του Χόφμαν και ακόμα στον Μποντλέρ και στον Βερλέν.
* * *
η
(φαρμ.) ονομασία που δόθηκε στις φαρμακευτικές και χημικές πρώτες ύλες, ζωικής, φυτικής ή ορυκτής προέλευσης, όπως αυτές απαντούν στο εμπόριο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • καφές — Αρωματικό καρύκευμα που χρησιμοποιείται στην παρασκευή του πιο διαδεδομένου νευρικού διεγερτικού αφεψήματος. Προέρχεται από καβουρντισμένα και αλεσμένα σπέρματα του φυτού Cοffea arabica, τροπικού θάμνου της οικογένειας των ρουβιιδών… …   Dictionary of Greek

  • μοσχοκάρυδο — Σπέρμα του καρπού της μυριστικής της ευώδους (οικογένεια μυριστικίδων, δικοτυλήδονα), που κατάγεται από τις Μολούκες νήσους και καλλιεργείται σε διάφορες τροπικές χώρες. Αποτελεί δέντρο εύοσμο σε κάθε τμήμα του. Τα μ. είναι ογκώδη, ωοειδή… …   Dictionary of Greek

  • παπαρούνα — Kοινή ονομασία διαφόρων ειδών του βοτανικού γένους μήκων (οικογένεια μηκωνιδών, δικοτυλήδονα). Κοινότερο είδος είναι η άγρια π. (μήκων η ροιάς), που συναντιέται άφθονη μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου σε όλη την Ελλάδα, στους ακαλλιέργητους αγρούς, στους …   Dictionary of Greek

  • καρύδια κόλας — Φαρμακευτική δρόγη, που προέρχεται από τα σπέρματα φυτών του γένους κόλα (κυρίως από την κόλα την ακιδωτή) της τροπικής Αφρικής. Αν και δεν συνηθίζεται πλέον, χρησιμοποιείται ωστόσο ακόμα και από τους ιθαγενείς ως διεγερτικό και κατά της κόπωσης …   Dictionary of Greek

  • πολύγαλα — (πολύγαλα το κοινό). Ποώδες φυτό της οικογένειας των πολυγαλιδών (δικοτυλήδονα), κοινό στους βοσκότοπους· παλιότερα πίστευαν πως το νομευτικό αυτό φυτό είχε την ιδιότητα να αυξάνει το γάλα των αγελάδων και από αυτό προέρχεται το όνομά του. Φτάνει …   Dictionary of Greek

  • εκχύλισμα — το, ατος 1. αυτό που βγαίνει από την εκχύλιση (βλ. λ.). 2. βιομηχανικό προϊόν που προέρχεται από συμπύκνωση ως έναν ορισμένο βαθμό ενός διαλύματος που παράγεται από την εκχύλιση ζωικής ή φυτικής ουσίας. 3. (φαρμ.), σύνθετο φάρμακο, που γίνεται… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”